- λοιμότης
- λοιμότης, -ητος, ἡ (Α) [λοιμός]φθοροποιός κατάσταση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λοιμότης — pestilent condition fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοιμότητι — λοιμότης pestilent condition fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοιμός — ο (AM λοιμός) νεοελλ. λοιμώδες νόσημα που χαρακτηρίζεται από μεγάλη εξάπλωση με τη μορφή, κυρίως, επιδημίας και από τη βαριά πορεία του μσν. αρχ. η επιδημική νόσος πανώλης, η πανούκλα («οὐ μέντοι τοσοῡτός γε λοιμὸς οὐδὲ φθορὰ οὕτως ἀνθρώπων… … Dictionary of Greek
ԺԱՆՏՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0833 Chronological Sequence: Early classical, 10c, 11c գ. ԺԱՆՏՈՒԹԻՒՆ ԺԱՆԴՈՒԹԻՒՆ. λοιμότης, λύμη, πονηρία pestilentia, noxa, exitium, lues, malitia Գործ ժանդից. ժանտագործութիւն. վնասակարութիւն. չարութիւն անզգամութիւն. վատթարութիւն.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)